[ in medias res ] -1

25 Νοεμβρίου, 2015

 



     

[Εσνόζ]

 

Ο Felix Vallotton στον απόηχο του Μεγάλου Πολέμου, αφήνοντας τους ειρηνικούς εσωτερικούς χώρους, τις γαληνεμένες καμπύλες των τοπίων, και τα ευδιάθετα πλακάτα χρώματα των Nabis, στρέφεται αναγκαστικά στην κυβιστική πρόκληση προκειμένου να αναπαραστήσει εκείνον τον πόλεμο, αυτόν απ’ τους πολέμους, που έδωσε στο σώμα τη χαριστική βολή. Προσπαθώντας να αναπαραστήσει το πρωτόφαντο μέγεθος ως ριζική και ιστορική ποιοτική διαφορά εξαφανίζει τον άνθρωπο, και πολύ σωστά. Σώματα δεν υπάρχουν στο πεδίο της μάχης, γιατί σώματα δεν υπήρξαν, αφού αυτός ο πρώτος βιομηχανικός πόλεμος έμελλε να τα υποβιβάσει –πρώτη φορά τόσο τελεσίδικα- σε καύσιμο, ύλη αναλώσιμη στην τερατώδη τεχνολογική του μηχανή.

 

felix_edouard_vallotton_verdun_0

          (Félix Édouard Vallotton, Verdun, 1917, Paris, Musée de l’Armée)

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ellroyhero3_1418558981_crop_550x310

«Είμαι ο μεγαλύτερος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας που έχει υπάρξει, σωστά; Έχει υπάρξει κανένας άλλος μεγαλύτερος;»[i] ρωτά ο συνεντευξιαζόμενος το δημοσιογράφο, αντί άλλου διαπιστευτηρίου. Και δεν του κάνει ακριβώς πλάκα, ούτε είναι εξάλλου η πρώτη φορά που προκαταλαμβάνει με τον τρόπο αυτόν το συνομιλητή ή το ακροατήριό του, προκειμένου να τοποθετηθούνε τουλάχιστον στα βασικά. Η αβρότητα εδώ εντοπίζεται κυρίως στο ερωτηματικό, εξ ου και ο δημοσιογράφος ποσώς θα εκπλαγεί. Η αβρότητα, ως γνωστόν, δεν είναι από τα δυνατά σημεία του Ελλρόυ, αντιθέτως, η προκλητικά ωμή και προβοκατόρικη διάθεση αποτελούν το σήμα κατατεθέν των εμφανίσεών του. Και τα ζητήματα, φευ, με τον Ελλρόυ δε σταματούν εδώ. Το «λυσσασμένο σκυλί της Αμερικανικής λογοτεχνίας» είναι, αλίμονο, δεξιός, και πολύ συχνά εμφανίζεται σαν ένας ιδεοληπτικός αντιδραστικός που, πάνω από όλα, απολαμβάνει να δυναμιτίζει τη ναρκοθετημένη και καλογυαλισμένη επιφάνεια όχι τόσο της πολιτικής ορθοφροσύνης, όσο της πολιτικώς ορθής διατύπωσης: «Εγώ είμαι δεξιός. Ποτέ δε συμπάθησα τους χίππυς, την αντικουλτούρα, τους αριστεριστές»[ii]. Αυτά, βεβαίως, τη μια μέρα, γιατί την άλλη είναι σε θέση, κατά τι, να ρίξει νερό στο κρασί του: «Δεξιές τάσεις; Το κάνω αυτό για να μπερδεύω τον κόσμο. Νομίζω πως ο Μπους ήταν ένα βδέλυγμα και ο πιο καταστροφικός πρόεδρος της σύγχρονης ιστορίας μας. Ψήφισα τον Ομπάμα. Δεν είναι σαν τον Τζακ Κέννεντυ – έχουνε και οι δύο μεγάλα αφτιά και μολυσματικά χαμόγελα. Όμως ο Ομπάμα είναι τύπος πιο βαθύς. Ο Κέννεντυ ήταν ένας ορεξάτος τύπος. Γούσταρε μουνί, χάμπουργκερς και ξύδια. Ο Τζακ έκανε πολλά ναρκωτικά»[iii]. Μόλις πρόσφατα, δε, σε ερώτηση σχετικά με τη γνώμη του για τα περιστατικά αστυνομικής βίας εναντίον αφροαμερικανών, προκύπτει κάθετος: «Αυτά είναι μαλακίες. Υπερβολές των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Εγώ σας λέω ότι οι μπάτσοι δεν έκαναν τίποτα λάθος», ενώ κλείνει τη συνέντευξη με την ευχή ο Θεός να είναι μαζί μας[iv]… και πάει λέγοντας… Ένας μεγαλομανής φιγουρατζής, θα μπορούσε αντιστοίχως, ίσως, κάποιος να σκεφτεί, ενδεχομένως και νούμερο. Εκτός, βεβαίως, εάν η ανερμάτιστη αυτή προβοκατόρικη διάθεση ανακαλύπτει κι εμπεδώνει το έρμα της μπολιάζοντας με ωμή πραγματικότητα τη μεγάλη σκηνή, που είναι η αφήγηση. Εκτός, δηλαδή, εάν είναι όντως έτσι, αν ο τύπος είναι όντως ο μεγαλύτερος συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας (crime writer) ever… Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

b187389Τσβετάν Τοντορόφ

Μτφρ: Χρύσα Βαγενά,

Εισαγωγή: Νάσος Βαγενάς

ΠΟΛΙΣ, 2013

Ήμουν και είμαι ο «Ρομαντικός» που προσπαθεί να στοχαστεί το ξεπέρασμα του ρομαντισμού μέσα από την ανάλυση συγγραφέων με τους οποίους έχω διαδοχικά ταυτιστεί, έγραφε ο Τσβετάν Τοντορόφ στην Κριτική της Κριτικής, συνοψίζοντας μιαν ανήσυχη πνευματική πορεία και αφηγούμενος το χρονικό μιας προαναγγελθείσας ρήξης. Είναι ήδη από το 1984 και την Κριτική της Κριτικής (ΠΟΛΙΣ, 1994) που αυτός ο εκ των εισηγητών των φορμαλιστικών μεθόδων ανάλυσης του κειμένου και ένας από τους πρωτεργάτες της στρουκτουραλιστικής στροφής των λογοτεχνικών σπουδών στη Γαλλία, αυτός ο μαθητής του Ρολάν Μπαρτ, διαπιστώνει και ομολογεί πως έχοντας επικεντρώσει η κριτική, από τη δεκαετία του ’60 και μετά, στις αφηγηματικές τεχνικές και στους γλωσσικούς τρόπους, άρα στη  λεκτική ύλη των κειμένων, και άρα κυρίως στη μελέτη της λογοτεχνικότητας, των όσων, δηλαδή, καθιστούν ένα συγκεκριμένο έργο λογοτεχνικό, έχει παραμελήσει να επικεντρώσει στο έργο καθεαυτό. Είναι στην Κριτική της Κριτικής που διατυπώνει ευθέως την ανάγκη της επιστροφής στα αυτονόητα: πως δηλαδή η λογοτεχνία έχει να κάνει με την ανθρώπινη ύπαρξη, είναι ένας λόγος –και τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς που φοβούνται τα μεγάλα λόγια- προσανατολισμένος προς την αλήθεια και την ηθική, και το έργο δεν είναι μόνο ένα κλειστό και αυτάρκες σύστημα, ένα γλωσσικό αντικείμενο που μιλά μια γλώσσα αυτοτελή και αμετάβατη, και που όταν δεν υπονομεύει το ίδιο του το νόημα, απλώς το καθιστά εσαεί διαφεύγον ή διαρκώς αναβαλλόμενο. Το έργο οφείλει να διεκδικήσει ξανά το  νόημά του, και ο ορίζοντας της αλήθειας (της αλήθειας της αποκάλυψης και όχι εκείνη της αντιστοιχίας) οφείλει να τοποθετηθεί πάλι στο κέντρο της κριτικής και της ανάλυσης. Ακολούθως η κριτική οφείλει να πάψει να νίπτει τας χείρας της σε σχέση με το νόημα, και να μεταβεί από την κατηγορία της μεταγλώσσας σε αυτό που ο Τοντορόφ προτείνει και ορίζει ως διαλογική κριτική, και, επί του πρακτέου, ως μια συνδιαλλαγή του κριτικού αφενός με τα εργαλεία της Θεωρίας, αφετέρου με τη δική του φωνή, μια φωνή που βρίσκει την πηγή της μέσα σε μια ηθική ευθύνη (που έχει ο κριτικός) αποδεχτεί. Μακράν του να συνηγορεί υπέρ ενός ηθικολογικού ή άλλου δογματισμού, αυτό που ο Τοντορόφ αναζητά είναι η υπέρβαση των συνόρων που υψώνει η ρομαντική αισθητική και ιδεολογία στον ανοιχτό χώρο. Έναν χώρο που δεν έχει παρά να ορίζεται από την αρχή της κοινής αναζήτησης της αλήθειας και τις ουμανιστικές αξίες ως πεδίο δυνατής συνεννόησης – και πιθανώς να είναι τα διδάγματα της εμπειρίας του εκπατρισμού (καθώς επισημαίνει και ο ίδιος) που καθιστούν δυνατή τη χειρονομία αυτή της διασυνοριακής επικοινωνίας. Γεγονός είναι πως αυτός ο «Ρομαντικός» προσπαθεί να στοχαστεί το ξεπέρασμα του ρομαντισμού κυρίως επειδή δε διανοείται και δε συζητά το ξεπέρασμα των ουμανιστικών συντεταγμένων ούτε για αστείο (ούτε καν χάριν γούστου – και από την άποψη αυτή συνεπής και η τελική, εκ των πραγμάτων, μετακίνηση του τόνου στο όνομά του, καθώς προκύπτει κατά βάθος πιο Γάλλος από Γάλλος).

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

b184772

Οι εκδοτικοί οίκοι στην Ελλάδα στις αρχές του 21ου αιώνα

Χριστίνα Μπάνου

ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ

«Οι αλλαγές στο μέσο διάδοσης της γνώσης σηματοδοτούσαν πάντοτε βαθύτερες μεταβολές στον τρόπο αντίληψης του κόσμου, στο βαθμό συμμετοχής στο κοινωνικό γίγνεσθαι και κυρίως στον αυτοπροσδιορισμό μας». Τους τελευταίους πέντε αιώνες, από την επανάσταση του Γουτεμβέργιου και μετά, η αδιαμφισβήτητη αλήθεια αυτής τη διαπίστωσης επαναεπιβεβαιώνεται, διατρέχοντας και ορίζοντας την ιστορία και του πνεύματος, άρα και των κοσμοαντιλήψεων και των πολιτισμικών και κοινωνικών διεργασιών. Η εποχή μας εξάλλου, κατά συνέπεια, κι εμείς είμαστε προνομιούχοι παρατηρητές, εξερευνητές και μάρτυρες της αλήθειας αυτής, καθώς είμαστε οι πρώτοι που εισήλθαν, με χαρά και με το δεξί, στη μεγάλη και υπέροχη αυτή Κοινωνία της Πληροφορίας. Το ότι συντελείται μπροστά στα μάτια μας, στα μυαλά και στα κορμιά μας μια τερατώδης αλλαγή, δεν είναι κάτι που δεν ξέραμε, είναι όμως κάτι που δεν πρέπει να ξεχνάμε, ιδιαίτερα όσοι από εμάς εισήλθαμε ενήλικοι (αν και όχι λιγότερο ενθουσιώδεις) στη Νέα αυτή Γη της Επαγγελίας, και άρα προλάβαμε να ανατραφούμε μόνο με λέξεις από μελάνι, και μόνο με την ανάγνωση σαν αργή καταβύθιση, διεργασία και εμπειρία. Είναι οπωσδήποτε το πλαίσιο, ένα πλαίσιο που δεν πρέπει να ξεχνάμε, όχι για να ολισθαίνουμε σε μελαγχολικές ή ρομαντικές αναπολήσεις, αλλά για να θυμόμαστε πάντα για τι ακριβώς μιλάμε. Εκτός από τις νέες τεχνολογίες της πληροφόρησης, τις μέχρι τούδε βεβαιότητες του έντυπου βιβλίου έρχονται να κλονίσουν η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική ύφεση, αλλά και οι βαθιές αλλαγές στις μεγάλες εκδοτικές βιομηχανίες και αγορές. Έτσι, λοιπόν, και δεδομένης της παραδοχής πως το βιβλίο ήταν και παραμένει ένα «προνομιακό μέσο» αποθησαύρισης και διάδοσης της γνώσης και, εννοείται, θεματοφύλακας του πνεύματος και της αυτοσυνειδησίας μας, βιώνουμε μια πολύ κρίσιμη στιγμή μέσα σε αυτή τη διαδοχή των επαναστάσεων στη μετά τον Γουτεμβέργιο εποχή, μια «παρατεταμένη στιγμή», μια στιγμή κατά την οποία «το μέλλον δεν είναι αυτό που συνήθιζε να είναι».

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Γιάκομπ φον Γκούντεν

Μτφρ: Βασίλης Πατέρας

Εκδ: Ροές, 2012

 

Ο Περίπατος

Μτφρ: Τέο Βότσος, Αγορίτσα Μπακοδήμου

Εκδ: Γαβριηλίδης, 2011  

images

Το «πιο σκοτεινό από τα αστέρια της λογοτεχνίας» στο έναστρο πάνθεο του Ενρίκε Βίλα Μάτας, κι ένα αστέρι-οδηγός κάμποσων από τους συγγραφείς που είτε κατοίκησαν κάποια σημεία μεθορίου (γλωσσικής ή και εθνικής), όπως ο Κάφκα, ο Μπένγιαμιν και ο Κανέτι, είτε επέλεξαν τη λύση του πλάνητος, του μελαγχολικού βλέμματος και της χαμηλόφωνης, ελάσσονος γραφής, όπως ο Γ. ΓΚ. Ζέμπαλντ. Όσο για τον Βίλα Μάτας[i] έχει επιφυλάξει για τον Ρόμπερτ Βάλζερ τη θέση του πνευματικού του ήρωα (σωστότερα αντι-ήρωα), τη θέση ενός που ορίζει όχι μόνο τις συνιστώσες της συγγραφικής του αναζήτησης, αλλά και τις υπαρξιακές παραμέτρους της αναζήτησης αυτής.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΓΗΣ

8 Ιανουαρίου, 2012

ΝΤΑΒΙΝΤ ΓΚΡΟΣΜΑΝ

μτφρ: Λουίζα Μιζάν

ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ, 2011

Πώς διηγείται κανείς μια ολόκληρη ζωή… χωρίς να σκορπίσει στους χίλιους ανέμους; Πώς κινείται μέσα στις αχανείς εκτάσεις του μνημονικού για να σταματήσει στις στιγμές και να ανασύρει τις χειρονομίες, τα λόγια, τις σιωπές, τα πρόσωπα; Πώς μιλά για μια οικογένεια που ζει σε μια χώρα, και πώς μπορεί να διηγηθεί το φόβο και τη βία, αυτή τη βία που διαπερνά το οικογενειακό και ιδιωτικό άδυτο και ασκεί βία στους εσώτατους πυρήνες; Και τελικά πώς διηγείται κανείς μια ιστορία, αυτή την ίδια παλιά ιστορία, για μια χώρα, αυτή τη χώρα με τη σιδερένια μπότα… που πάλι προσγείωσε βροντερά το πόδι της σ’ ένα μέρος όπου απαγορεύεται σε μια χώρα να βρίσκεται; Πόσο κανείς να φωνάξει πού δεν επιτρέπεται σε μια χώρα να βρίσκεται;

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ΟΛΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΦΩΣ

28 Νοεμβρίου, 2011

ΤΖΟΝΑΘΑΝ ΣΑΦΡΑΝ ΦΟΕΡ

μτφρ: Μυρσίνη Γκανά

εκδ: ΜΕΛΑΝΙ, 2011

και ο χιουμοριστικός είναι ο μόνος τρόπος να πει κανείς μια λυπητερή ιστορία… όπως θα παραδεχτεί τελικά ο νεαρός συμπαθέστατος και άδολος Άλεξ, σ’ ένα από τα γράμματα του προς το συγγραφέα και ήρωα του βιβλίου, τον εξίσου νεαρό αλλά δαιμόνιο Τζόναθαν Σάφραν Φόερ. Και καθώς το γέλιο διαχέεται αόρατο στον αέρα του μυθιστορήματος, η μυθιστορηματική βεβήλωση είναι η χειρότερη δυνατή. Γιατί θρησκεία και χιούμορ είναι ασυμβίβαστα, όπως ένας γοητευτικός γηραιός λάτρης, χαρισματικός αναγνώστης και υπηρέτης της τέχνης και της περιπέτειας του μυθιστορήματος, ο Μίλαν Κούντερα έχει προ πολλού αποφανθεί. Γιατί ιερό και απαράβατο εδώ, είναι μόνο ότι διεμβολίζει αποτελεσματικά και τα ιερά και τα όσια, αλλά κυρίως (και επί του πρακτέου) γιατί στο σύμπαν της σχετικότητας του μυθιστορήματος δεν έχει θέση το μίσος[i].  Και ακόμα γιατί στο σύμπαν αυτό, αυτό που πραγματικά κρίνεται είναι η δημιουργία οικείας σχέσης με την ίδια την αλήθεια, για ν’ ανατρέξουμε, όχι άσκοπα, στον πατριάρχη της θεωρίας του μυθιστορήματος, τον Μιχαήλ Μπαχτίν[ii]. Καθόλου άσκοπα, αφού είναι ακριβώς πάνω σ’ αυτή την αισθητική και την παράδοση που διαπερνά το μυθιστορηματικό είδος -και που ο Μπαχτίν, διαβάζοντας τον Ντοστογιέφσκι, πρώτος διέκρινε, όρισε και ανέλυσε σαν καρναβαλική αίσθηση του κόσμου- που αυτό το δαιμόνιο και σκανδαλωδώς νεαρό αστέρι της νεοϋορκέζικης λογοτεχνικής σκηνής κινείται, σκανδαλωδώς άνετα, σκανδαλωδώς αυθάδικα. Ή, μ’ άλλα λόγια, πάνω στη παραγκωνισμένη αισθητική τού, κατά Κούντερα, πρώτου ημιχρόνου της ιστορίας του μυθιστορήματος, αυτού που άνοιξε με τον Ραμπελαί και τον Θερβάντες, και κατέβασε αυλαία όταν τη σκηνή κατέλαβε, κατά το 19ο αιώνα, ο ρεαλισμός.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »