ΑΝΤΙΠΟΙΗΣΙΣ ΑΡΧΗΣ

7 Αυγούστου, 2010

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ

ΚΕΔΡΟΣ 1979


Ανοίγοντας το πρώτο κεφάλαιο την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου του 1973, στο πνιγηρό υπόγειο του Μένιου Κατσαντώνη και της Βούλας Γιαμπά, το υπόγειο που «ζέχνει τηγανίλες αξημέρωτα» και  «ζέχνει καταβόθρα ψόφιο ποντίκι ο φωταγωγός«, ενώ «σκουπιδαριό ντουμάνι έχει φλομώσει καμένο λάδι«, κι ενώ πριν το καταλάβεις είσαι μέσα, εκεί που η Βούλα τηγανίζει μπακαλιάρο για πρωινό και «σκληρίζει από το κουζινάκι μαζί με του μπακαλιάρου το τσιτσίρισμα» περνώντας το Μένιο γενεές δεκατέσσερις (και ήδη αρχίζεις να καταλαβαίνεις ότι και η αφήγηση μιλά τη γλώσσα τους γι’ αυτό και σ’ έχει κυκλώσει), και μέχρι αυτός να κλείσει πίσω του την πόρτα στην μπόχα και στις απειλές της, θα ‘χει αναπολήσει τα πρώτα βασικά από το βίο και την πολιτεία του, δε ξέρεις τι θες: να βγεις έξω το γρηγορότερο ή να συνεχίσεις. Και όταν βγαίνοντας ο Μένιος έξω, αν ελπίζεις πως αυτό που διαβάζεις είναι μια περιγραφή της πρωινής ρουτίνας του δρόμου με το πηγαινέλα των γειτόνων, γρήγορα καταλαβαίνεις πως όχι: είναι το μάτι του χαφιέ που καταγράφει. Οπότε κι υποψιάζεσαι τους όρους και ότι είσαι μόνο στην αρχή μιας ανοίκειας οικειοποίησης, που δεν ξέρεις αν τη θες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »