Σήμερα ξέρω πολύ καλά γιατί ήθελα να είμαι σαν τον Μαλρώ. Διότι αυτός ο συγγραφέας, εκτός του ότι ήταν ένας έμπειρος άνθρωπος, είχε χτίσει έναν μύθο τυχοδιώκτη και ατόμου που δεν «μάλωσε» με τη ζωή, αυτή τη ζωή η οποία για μένα ήταν μπροστά μου και δεν ήθελα να την απαρνηθώ. Αυτό που αγνοούσα τότε, ήταν ότι για να είσαι συγγραφέας έπρεπε να γράφεις, κι επιπλέον, να γράφεις έχοντας ως ελάχιστη απαίτηση να το πράττεις πολύ καλά, επομένως να οπλίζεσαι με θάρρος και κυρίως με μια απέραντη υπομονή, αυτή την υπομονή που ο Όσκαρ Ουάϊλντ ήξερε να περιγράφει τόσο καλά: «πέρασα όλο το πρωϊνό διορθώνοντας τα δοκίμια ενός ποιήματός μου και κατήργησα ένα κόμμα. Το απόγευμα, το προσέθεσα ξανά». Tην εποχή εκείνη λοιπόν, αγνοούσα ότι για να γίνεις συγγραφέας έπρεπε να γράφεις σεβόμενος μία ελάχιστη προϋπόθεση, το να γράφεις καλά. Όμως αυτό που αγνοούσα παντελώς, ήταν ότι αν ήθελες πραγματικά να γράψεις, έπρεπε ν΄ απαρνηθείς σημαντικές πλευρές της ζωής. Αγνοούσα παντελώς ότι το να γράφεις, για την πλειονότητα των συγγραφέων, σημαίνει το να είσαι μέλος μιας οικογένειας από τυφλοπόντικες που ζουν σε εσωτερικές στοές όπου δουλεύουν νυχθημερόν. Αγνοούσα παντελώς ότι θα κατέληγα να γίνω συγγραφέας, αλλά θα απείχα παρασάγγας από ένα πρόσωπο σαν τον Μαλρώ, εφόσον, εάν με περίμεναν περιπέτειες, αυτές θα ήταν περισσότερο από την πλευρά της λογοτεχνίας, παρά της ζωής. (Ενρίκε Βίλα-Μάτας, για την συγγραφή, από συνέντευξη στο Autodafe)

Και είναι αυτό το τελευταίο κάτι, που αν μη τι άλλο, ο καταλανός συγγραφέας Ενρίκε Βίλα-Μάτας εμπέδωσε καλά. Τόσο καλά ώστε πάνω σ’ αυτό να χτίσει μια γερή και ώρες ώρες θα την έλεγες κι εμμονική συγγραφική ιδιοσυγκρασία -πολύ περισσότερο από ύφος, στην περίπτωση του Βίλα-Μάτας μπορούμε να μιλάμε για συγγραφική ιδιοσυγκρασία, αν όχι για σύνδρομο. Μια συγγραφική ιδιοσυγκρασία λοιπόν, που έχει με τον καιρό και τη γραφή, αποδεχτεί την ταυτότητα (ή αλλιώς τα κουσούρια της), έχει συναρμολογήσει το αξιακό της σύστημα και έχει ορίσει τον χώρο της.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »