ΕΥΑ

18 Οκτωβρίου, 2010


ΕΡΣΗ ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΑΤΑΚΗΣ 2009

Αργά το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων, βγαίνοντας από το ρεβεγιόν σε κλαμπ της πλατείας Θεάτρου η Εύα, δεν παίρνει το δρόμο για το σπίτι. Παίρνει απλώς το δρόμο, με το κάθε βήμα να φέρνει το επόμενο και αφήνοντας τα λιγοστά ταξί να περάσουν. Τα βήματα της την οδηγούν προς τη Βαρβάκειο και μετά όλο και πιο κάτω και πιο βαθιά στην άγνωστη και σκοτεινή «παρένθεση» του κέντρου, από το κατέβασμα της Σοφοκλέους μέχρι και τον Κεραμεικό. Στην άλλη αυτή όψη (κανονικό αρνητικό) της γνώριμης πόλης, και πολύ περισσότερο της χριστουγεννιάτικης εκδοχής της, η Εύα χωρίς προαποφασισμένο δρομολόγιο θα περιπλανηθεί μέχρι το πρωί. Η περιπλάνηση τυχαία (σαν περιπλάνηση), αλλά η νύχτα φορτισμένη: εκτός από τις αυξημένες προσδοκίες τις ευάλωτες στις διαψεύσεις -παραδοσιακή ψυχολογική ενδυμασία των γιορτών, η Εύα έχει νωρίτερα τσακωθεί με τον άντρα της, έχει στο πάρτι ανταλλάξει ένα υποσχόμενο φιλί με νεαρό συγγραφέα, έχει πιθανώς πάρει ένα τριπάκι, είναι πάντως επιρρεπής στις εικόνες που μοιάζουν με σκέψεις που γλιστρούν η μία μέσα στην άλλη…χωρίς βιασύνη, χωρίς αγωνία και στην κάθε φωτεινή σκέψη που ανακαλεί κάποια άλλη λαμπρότερη. Έτσι έτοιμη να συναντήσει και να συνομιλήσει με τα σημάδια, η περιπλάνηση στην πόλη θα προκαλέσει την περιπλάνηση και στον εσωτερικό της χώρο και χρόνο, όχι πια τυχαία. Σχεδόν μοιραία, ή τουλάχιστον όσο πιο μοιραία το σκοτεινό, αλλά καθόλου δραματικό σύμπαν της Σωτηροπούλου, μπορεί να επιτρέψει.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ΝΑΥΑΓΙΩΝ ΠΛΑΣΜΑΤΑ

6 Οκτωβρίου, 2010

 


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ

ΚΕΔΡΟΣ 2009

Κάπου στο ανατολικό Αιγαίο, μια γυναίκα και ένα ημιθανές παιδί πάνω σε μια πόρτα-σχεδία ακυβέρνητη στη θάλασσα κι ενώ οι πρώην συνταξιδιώτες γύρω πνιγμένοι, θ’ αντέξει έτσι όλη τη νύχτα πριν την εντοπίσει το Λιμενικό. Είναι η Ασμάτ «ποιος ξέρει από πού ξεβρασμένη», που για την ώρα διασώζεται. «Πάνω ή πίσω από την πόρτα τους βρήκαμε;» αναρωτιέται ο νεαρός λιμενοφύλακας Ρήγας Βολιώτης, κλείνοντας με την απορία το πρώτο μικρό από τα δεκαπέντε μικρά κεφάλαια. Και με τον τρόπο αυτό, πίσω από την πόρτα η Ασμάτ και από κάτω ο «άπατος βυθός», η εικόνα στέκει από μόνη της μέσα στην κυριολεξία της και μεταφορικά άρα και ποιητικά, άρα και συντριπτικά διασώζοντας με τη σειρά της το δράμα, ένα απ’ τα πολλά και αναρίθμητα αυτής της εκτεταμένης ελληνικής ακτογραμμής, ένα από αυτά που η επανάληψη έχει καταστήσει τετριμμένα και έχει μετατρέψει σε νούμερα και επιχειρήματα στο ενημερωτικό υλικό φακέλων ανθρωπιστικών οργανώσεων. Με τον τρόπο αυτό εξάλλου, μέσα από μια ορισμένη γειτνίαση και εναλλαγή μεταφοράς και κυριολεξίας, και με απόλυτη οικονομία λόγου και εικόνων, η τόσο πεζή σα βγαλμένη από αστυνομικό δελτίο ιστορία, θα φανερώσει τον άπατο και σκοτεινό βυθό της.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ΤΑ ΧΕΡΟΥΒΕΙΜ ΤΗΣ ΜΟΚΕΤΑΣ

25 Σεπτεμβρίου, 2010



ΕΛΕΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΑΚΗ

ΕΣΤΙΑ 2007


Αυτή η Μαρία είναι 39 ετών, σύζυγος επιτυχημένου αρχιτέκτονα και μητέρα τριών παιδιών, ευσυνείδητη και αφοσιωμένη νοικοκυρά καριέρας. Ακόμα κι αν το πλαίσιο της ζωής της δεν εξαντλεί αυτό που ονειρεύτηκε, ή που συνεχίζει να ονειρεύεται ξύπνια με το ξεσκονόπανο στο χέρι -όχι κάτι πολύ φιλόδοξο, απλώς κάτι που να της αφήνει ανοιχτές πιθανότητες για το μέλλον, έχει πάντα επίγνωση ότι πρόκειται για ονειροφαντασία, δανεισμένη από την τηλεόραση και τα περιοδικά, χρήσιμη για να χαλαρώνει το μυαλό, αλλά μέχρι εκεί. Κι απ’ την άλλη, ο σύζυγος και τα παιδιά ήταν ανέκαθεν στην καρδιά του πλάνου, κι έτσι όπως το βλέπει τώρα είχαν δρομολογηθεί από καιρό, από τα Αυγουστιάτικα βράδια της παιδικής της ηλικίας στη Σαντορίνη, τότε που, το θυμάται, η ευχή ήταν η ίδια πάντα, θα ‘πιανε ούτως ή άλλως τόπο –να σ’ αξίωνε ν’ ακουμπούσες δηλαδή κι εσύ ένα τεράστιο ταψί που αχνίζει γεμιστά πάνω στην ποδιά του νικελένιου νεροχύτη της κουζίνας σου. Άρα το πρόσημο θετικό και η Μαρία το αντιλαμβάνεται και κατά συνέπεια τον σέβεται τον ρόλο της και τον τιμά και προστατεύει τα κεκτημένα, όντας άγρυπνος φρουρός της οικογενειακής τάξης και γαλήνης, ακόμα και (όσο κι αν η ίδια δεν θα το έθετε έτσι ακριβώς) πατώντας επί πτωμάτων.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ΑΘΩΟΙ ΚΑΙ ΦΤΑΙΧΤΕΣ

25 Σεπτεμβρίου, 2010


ΜΑΡΩ ΔΟΥΚΑ

ΚΕΔΡΟΣ 2004

ΠΑΤΑΚΗΣ 2010


Στην αρχή είναι η πόλη. Τα Χανιά σαν τόπος συλλογικής μνήμης, ιστορίας και ζωντανού παρόντος κι εκ προοιμίου σαν πρόθεση: αυτό είναι το βιβλίο για την πόλη-γενέτειρα.

Στην πόλη που η οικογένειά του εγκατέλειψε το 1916,  «επιστρέφει» Γενάρη του 2002 ο Αρίφ Καούρ, μεσήλικας, απόγονος Κρητών μουσουλμάνων, γεννημένος και μεγαλωμένος στην Ιστανμπούλ, κάτοικος Λονδίνου. Ο εντοπισμός για λογαριασμό του BBC των σωζόμενων μουσουλμανικών μνημείων στην Κρήτη, είναι η πρόφαση που θα επικαλείται για την παρουσία του εκεί, από την αρχή πάντως σίγουρος ότι ο λόγος που οδηγεί τα βήματά του και οργανώνει το βλέμμα του, είναι άλλος. Με συνοδοιπόρο το ημερολόγιο του παππού του, συμπληρωμένο και σχολιασμένο από τον πατέρα του, που μιλά για μια πόλη που παρέμεινε μέχρι τέλους πατρίδα, σε μια γλώσσα που πέρασε μέχρι και στον ίδιο σαν μητρική, έρχεται να ανακαλύψει πόσο προσωπική ή ζωτική μπορεί να αποδειχτεί μια τέτοια «επιστροφή». Έτσι η περιπλάνησή του στα Χανιά του σήμερα, θα συνοδεύεται από ένα βλέμμα που αντικρίζει την πόλη σαν παλίμψηστο, που ψάχνει να διακρίνει τα μη σωζόμενα πίσω από τα σωζόμενα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Η ΛΕΣΧΗ

7 Σεπτεμβρίου, 2010

ΣΤΡΑΤΗΣ ΤΣΙΡΚΑΣ

ΚΕΔΡΟΣ 1961

Ο χρόνος, 7 Ιουνίου 1942, ενενήντα εννέα χρόνια από το θάνατο του Χαίλντερλιν, κι έτσι δίνεται ο χρονικός προσδιορισμός, δια στόματος Έμμης γι αρχή, ενώ ο πολύ πιο συγκεκριμένος χρόνος δε θ’ αργήσει κι αυτός να υποδηλωθεί: είναι όντως 7 Ιουνίου του 1942 στην Ιερουσαλήμ, ενόσω κρίνεται η έκβαση του πολέμου στη Βόρειο Αφρική. Η Ιερουσαλήμ, «μια ακυβέρνητη πολιτεία«, «ο ομφαλός της γης…μια επιτομή της ανθρωπότητας και των παθών της»,  ο τόπος.

Η συγγραφική πρόθεση πλέον γνωστή και απαιτητική: ένα μυθιστόρημα-ποταμός που θέλει να συνομιλήσει όχι μόνο με την ιστορία, αλλά και με τις αισθητικές αναζητήσεις της εποχής του, ένα μυθιστόρημα που θέλει να γίνει όχι μόνο τοιχογραφία εποχής, αλλά και τόπος-επιτομή των ζητημάτων του καιρού του με όλα του τα μέσα.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ΑΝΤΙΠΟΙΗΣΙΣ ΑΡΧΗΣ

7 Αυγούστου, 2010

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ

ΚΕΔΡΟΣ 1979


Ανοίγοντας το πρώτο κεφάλαιο την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου του 1973, στο πνιγηρό υπόγειο του Μένιου Κατσαντώνη και της Βούλας Γιαμπά, το υπόγειο που «ζέχνει τηγανίλες αξημέρωτα» και  «ζέχνει καταβόθρα ψόφιο ποντίκι ο φωταγωγός«, ενώ «σκουπιδαριό ντουμάνι έχει φλομώσει καμένο λάδι«, κι ενώ πριν το καταλάβεις είσαι μέσα, εκεί που η Βούλα τηγανίζει μπακαλιάρο για πρωινό και «σκληρίζει από το κουζινάκι μαζί με του μπακαλιάρου το τσιτσίρισμα» περνώντας το Μένιο γενεές δεκατέσσερις (και ήδη αρχίζεις να καταλαβαίνεις ότι και η αφήγηση μιλά τη γλώσσα τους γι’ αυτό και σ’ έχει κυκλώσει), και μέχρι αυτός να κλείσει πίσω του την πόρτα στην μπόχα και στις απειλές της, θα ‘χει αναπολήσει τα πρώτα βασικά από το βίο και την πολιτεία του, δε ξέρεις τι θες: να βγεις έξω το γρηγορότερο ή να συνεχίσεις. Και όταν βγαίνοντας ο Μένιος έξω, αν ελπίζεις πως αυτό που διαβάζεις είναι μια περιγραφή της πρωινής ρουτίνας του δρόμου με το πηγαινέλα των γειτόνων, γρήγορα καταλαβαίνεις πως όχι: είναι το μάτι του χαφιέ που καταγράφει. Οπότε κι υποψιάζεσαι τους όρους και ότι είσαι μόνο στην αρχή μιας ανοίκειας οικειοποίησης, που δεν ξέρεις αν τη θες.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »



ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΣΤΙΑ 1991


Είναι η Ρέα Φραντζή, τριανταδύο χρόνων, μελαχρινή, πολιτική επιστήμων, παντρεμένη, ελαφρά πάντα ντυμένη. Χωρίζει και αναχωρεί για το πρώτο ελληνικό νησί που θα βρει στο δρόμο της και που καθόλου τυχαία είναι η Πάτμος. Δεν εξηγεί πολλά, δεν ξέρει τα γιατί. Ξέρει ότι μέχρι το ’68 κατοικούσε στο κέντρο του γνωστού κόσμου που ήταν η Κυψέλη, υπήρχε η πλατεία, υπήρχε το ραδιόφωνο, υπήρχαν οι ουρές για τις απογευματινές προβολές στο Κυψελάκι και υπήρχε και η επιτακτική ανάγκη να αρέσεις. Υπήρχε η εβδομάδα που έμοιαζε μ’ ένα ανθεκτικό απόγευμα Σαββάτου, υπήρχαν τα καλοκαίρια που ήταν πολύ εύκολο να μπεις στη θάλασσα και πάνω απ’ όλα υπήρχε τότε η μουσική. Τον Αύγουστο του ’68 δύο ιδρωμένοι τύποι εγκατέστησαν μια τηλεόραση στο σαλόνι τους και από τη στιγμή εκείνη ο κόσμος εισέβαλλε στο σπίτι, η Κυψέλη δεν ήταν πια το κέντρο του και έκτοτε είναι δύσκολο να θυμηθεί πως ήταν η ζωή πριν τον Αύγουστο του ’68. Αργότερα, τον Ιούλιο του ’71, αυτή και άλλοι συνομήλικοι έλληνες, αμήχανοι και μελαγχολικοί ταξίδεψαν στον έξω ξανθό κόσμο για να προσηλυτιστούν στην πραγματική ζωή και να πάψουν να ‘ναι ντροπαλοί. Κάποιοι, μαζί και αυτή δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά, επέστρεψαν και συνέχισαν να χαμηλώνουν το βλέμμα. Αλλά πάντως αργότερα το ’85, όταν στην Βενετία ο Γιάννης της έκανε πρόταση μπροστά στον Άγιο Μάρκο, δε γινόταν να μη δεχτεί, έτσι που η στιγμή ήταν σαν βγαλμένη από διαφημιστικό. Η ζωή έγινε επιτέλους διαφημιστικό, έγινε πραγματική, το καταιγιστικό παρόν νίκησε τη μουσική, όλοι τράβηξαν όσο μακρύτερα γινόταν από τον παιδικό τους εαυτό, κανείς δε νοσταλγούσε τα απογεύματα, κανείς δεν είχε χρόνο. Ακόμα μακρύτερα από το κέντρο, στο νησί-απόκεντρο του κόσμου, η Ρέα Φραντζή παρακολουθεί το ξανθό πλήθος που μαυρίζει ομοιόμορφα, που νομίζει ότι υπάρχει ακόμα μουσική και την παίζει δυνατά, που ξέρει να διασκεδάζει, να μη διστάζει, να μην πονά, να φωτογραφίζει τα απογεύματα και να βουτά στη θάλασσα συχνά. Μέσα από τις εικόνες που περνούν από μπροστά της, ψάχνει την εικόνα που είναι βαθιά φυλαγμένη μέσα της από τη ζωή πριν τον Αύγουστο του ’68, ψάχνει τη μια μικρή φράση, όχι για να εξηγηθεί (ας μείνει οριστικά απληροφόρητη, ας δώσει και μια εξήγηση λιγότερη), αλλά να θυμηθεί και να βρει επιτέλους τη στιγμή , την απολύτως σωστή να πέσει στη θάλασσα, γιατί για την ώρα δεν μπορεί. Εν ολίγοις, στο νησί της Αποκάλυψης, η Ρέα Φραντζή, τριανταδύο χρόνων, ελαφρά ντυμένη, περιμένει ένα σημάδι από τον άγνωστο κόσμο που δεν υπήρξε ποτέ, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο του γνωστού κόσμου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »