ΑΝΤΡΕ ΓΚΟΡΖ

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΝ ΝΤ.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΩΤΑ

Μτφρ:  Σάντρα Βρέττα

Επίμ:  Μιχάλης Μητσός

ΠΟΤΑΜΟΣ  2008


ΜΑΡΙΝΑ ΤΣΒΕΤΑΓΙΕΒΑ

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΟΝ «ΕΛΙΚΩΝΑ»

Μετάφραση & Επίμετρο

Δήμητρα Κονδυλάκη

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ 2008

**


«Υπόθεση επικοινωνίας, θέτει αδιάκοπα το πρόβλημα της επαφής ανάμεσα σε δύο ή και περισσότερα πραγματικά ή φανταστικά πρόσωπα. Υπόθεση γραφής, μεταβάλλει τα έπεα πτερόεντα σε βιώσιμα σήματα, διασώζοντάς τα από την τηλεφωνική τους σπατάλη και την προφορική τους αυτοχειρία. Μάταιος κόπος; Επικοινωνία με φαντάσματα, καθώς θα έλεγε ο Κάφκα; Το ουσιώδες είναι πως οι γέφυρες στήνονται αδιάκοπα, πάνω από το χάσμα της απουσίας, και πως συχνά κατορθώνουν να διασχίσουν την άβυσσο».

Ο Λόγος της Απουσίας, Παναγίωτης Μουλλάς, εκδ.ΜΙΕΤ


Από τους θεωρητικούς που τ’ όνομά τους συνδέθηκε με τον Μάη του ’68, ο Αντρέ Γκορζ, δοκιμιογράφος, πολιτικός στοχαστής, συνιδρυτής –με τον Ζαν Ντανιέλ του Nouvel Observateur, φίλος και συνεργάτης του Σαρτρ, σύμφωνα με τον οποίο και υπήρξε «το πιο κοφτερό μυαλό της Ευρώπης», ολοκληρώνει το Γράμμα στην Ντ. τον Ιούνιο του 2006. Λίγο περισσότερο από έναν χρόνο μετά, αυτοκτονούν μαζί, αυτός και η Ντορίν, μετά από 58 χρόνια κοινής ζωής. Τους βρίσκουν ξαπλωμένους εν μέσω επιστολών προς φίλους και συγγενείς, κατά την ειδησεογραφία της 24ης Σεπτεμβρίου του 2007. Όμως όσα χρειάζεται να ειπωθούν, έχουν ήδη γραφτεί ένα χρόνο πριν, στο γράμμα που ο Γκορζ της έχει απευθύνει.

«Σου γράφω για να καταλάβω τι έζησα, τι ζήσαμε μαζί«, έτσι απλά στη γυναίκα της ζωής του, που τη βλέπει να γίνεται ογδόντα χρόνων, να ηττάται αργά αλλά σταθερά από ανίατη ασθένεια, να ζυγίζει «όλο κι όλο σαράντα πέντε κιλά«, αλλά να παραμένει ακόμα, «όμορφη, γοητευτική και επιθυμητή«.

Ό,τι ακολουθεί είναι η ανασκόπηση μιας κοινής ζωής και όλη η διαδρομή από δύο βιογραφίες που εκβάλλουν σε μία. Μια ομολογία έρωτα και μετάνοιας. Μετάνοιας κυρίως γιατί όλα αυτά που γράφονται εδώ, δεν μπόρεσαν να ειπωθούν έτσι, παρά μόνο εδώ.

Έναν σχεδόν αιώνα πριν, στα απόνερα προγενέστερης ευρωπαϊκής περιπέτειας, η 29χρονη Μαρίνα Τσβετάγιεβα εγκαταλείποντας την Μόσχα, καταφεύγει το 1922, στο Βερολίνο, όπου και θα γνωρίσει τον εκδότη του Ελικώνα, Αβραάμ Βισνιάκ, στον οποίο και θα απευθύνει τις επιστολές αυτές, από τις 17 Ιουνίου έως τις 9 Ιουλίου. Πρόκειται για μια σύντομη σχέση –σωστότερα: κάποιες συναντήσεις- στην εξέλιξη της οποίας, η ίδια κατά τα φαινόμενα, είναι ο βασικός συντελεστής. Εξ΄ άλλου «η Μαρίνα είναι πλάσμα των παθών«, όπως πολύ ψύχραιμα θα την παρουσιάσει ο σύζυγός της, Σεργκέι Εφρόν, σε επιστολή προς τρίτο, που παρατίθεται στο επίμετρο. Για να συνεχίσει: «Σχεδόν πάντα… ή μάλλον πάντα χωρίς εξαίρεση, όλα βασίζονται σε μια αυταπάτη. Επινοείται ένα πρόσωπο και ξεσπά η θύελλα. Αν η μηδαμινότητα, η μετριότητα της αιτίας ανακαλυφθούν νωρίτερα από το αναμενόμενο, η Μαρίνα εγκαταλείπεται σε μια απελπισία εξίσου θυελλώδη…Κι όλα αυτά παρά την οξεία και ψυχρή ευφυΐα της (θα μπορούσα να πω έως και κυνικά βολταιρική)…Κι όλα αποκρυσταλλώνονται σε ένα βιβλίο. Και με μαθηματική ακρίβεια διοχετεύονται ήσυχα σε μια διατύπωση

Για τον επιστολικό λόγο λοιπόν ο λόγος, ή αλλιώς τον λόγο της απουσίας, τον λόγο που αρθρώνεται στη συνθήκη της απουσίας του Άλλου, εκεί που ομιλών γίνεται γράφων και επωφελείται του δικαιώματος -αλλά και του ρίσκου, της απρόσκοπτης συγκρότησης του επιχειρήματος και της στάσης του. Απρόσκοπτης από τις όποιες -συνειδητές ή όχι, λεκτικές ή μη, διφορούμενες ή κατά το δυνατόν ξεκάθαρες- παρεμβολές της παρουσίας. Ο ομιλών και ο παριστάμενος Άλλος, σπανίως αν όχι ποτέ, είναι σε θέση να εκφέρουν λόγο εντελώς δικό, ανεπηρέαστο από τα σήματα ρητά ή άρρητα της παρουσίας, από τις συνιστώσες της μεταξύ τους σχέσης, τις συνθήκες και διαθέσεις της εκάστοτε  συνάντησής τους, τελικά από τα τερτίπια μιας ανερμάτιστης και τυφλής τυχαιότητας, τη ρευστότητα ενός καταιγιστικού παρόντος.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ

24 Ιουλίου, 2010


ΕΝΤΝΑ Ο’ ΜΠΡΑΙΕΝ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
μτφρ: Σοφία Σκουλικάρη

**

ΡΟΘ: Ωστόσο η προσπάθεια της συγγραφής δεν εμπεριέχει τις ίδιες δυσκολίες, ανεξάρτητα από το φύλο;

Ο’ ΜΠΡΑΙΕΝ: Αναμφίβολα. Εκεί δεν υπάρχει καμία διαφορά. Κι εσείς, όπως εγώ, προσπαθείτε να φτιάξετε κάτι από το τίποτα και το άγχος είναι το ίδιο δυσβάσταχτο. Η περιγραφή του Φλωμπέρ για το δωμάτιο του που αντηχεί από κατάρες και κραυγές αγωνίας ισχύει για το δωμάτιο οποιουδήποτε συγγραφέα. Ωστόσο αμφιβάλλω αν θα καλωσορίζαμε μία άλλη ζωή. Υπάρχει ένα στοιχείο στωικισμού στο να συνεχίζουμε τον αγώνα ολομόναχοι.

Από τις Κουβέντες του Σιναφιού (Ένας συγγραφέας, οι συνάδελφοί του και η δουλειά τους), του Φίλιπ Ροθ, ΠΟΛΙΣ,2004

Κι ωστόσο η ερώτηση για το φύλο και τη συγγραφή, παραμένει κεντρική, όταν πρόκειται για την Ο’ Μπράιεν, (ιδίως όταν τίθεται από τον Φίλιπ Ροθ, θα έλεγε κανείς, αν ήθελε να το χοντρύνει). Και παρ’ όλο που η συνέντευξη κλείνει «συναινετικά», έχει λίγο παραπάνω ειπωθεί ότι «ενώ ο Τζόυς, στους Δουβλινέζους και στο Πορτραίτο του Καλλιτέχνη σε Νεαρή Ηλικία, ήταν ο πρώτος Ιρλανδός καθολικός που κατέστησε αναγνωρίσιμα την εμπειρία και το περιβάλλον του, ο κόσμος της Νόρας Μπάρνακλ (της πρώην καμαριέρας που έγινε η σύζυγος του Τζόυς), έπρεπε να περιμένει τη λογοτεχνία της Έντνα Ο’ Μπράιεν». Γιατί το φύλο στην Ο’ Μπράιεν, δεν κατέχει μόνο το ρόλο θέματος. (Εξάλλου, τίποτα πιο αναμενόμενο: η πιο αυτονόητη επιλογή του συγγραφέα να μην είναι η παρενδυσία. Κι όταν αυτή προκύπτει να είναι γιατί υπάρχει απόλυτα συγκεκριμένος λόγος και στόχος, για να μην ξεχνάμε και το ποιος είναι η Μαντάμ Μποβαρύ, κατά τον κάτοικο του παραπάνω δωματίου…). Το φύλο, το άλλο εδώ φύλο, είναι έτσι κι αλλιώς ο απόλυτος ρυθμιστής της γλώσσας. Η δε γραφή, ο τόπος, που το φύλο αυτό συλλαβίζει και εξιστορεί τον εαυτό του.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

ΤΟ ΜΑΤΑΙΟ ΧΘΕΣ

23 Ιουλίου, 2010


ΙΣΑΑΚ ΡΟΣΑ

ΠΟΛΙΣ 2008

μτφρ: Κυριάκος Φιλιππίδης

**

Ένα μυθιστόρημα που αυτοσχολιάζεται, αποκαθηλώνοντας τις συμβάσεις του σε κάθε γύρισμα του κεφαλαίου, ίσως δεν χρειάζεται παραπέρα σχολιασμό. Ίσως να μην αφήνει πολλά να σχολιαστούν, πέρα από την ανάδειξη του τρόπου, του «μηχανισμού» ή του τεχνάσματος, αλλά και πάλι, όχι. Γιατί κι εκεί το κείμενο έχει προλάβει κι έχει σηκώσει ένα προς ένα τα πέπλα. Έχει επίσης προνοήσει να καλύψει και τα νώτα του:

Χωλαίνοντας, χωρίς ρυθμό, το μυθιστόρημα προχώρησε με άνισες δρασκελιές πέταξε άχρηστα υλικά στα πόδια του αναγνώστη και μίλησε ανοιχτά για μηχανισμούς που συνήθως κρύβονται πίσω από τη μαστοριά του συγγραφέα (ο σκελετός μιας κατασκευής πάντα καλύπτεται με ένα ωραίο παραπέτασμα).Τι συμβαίνει λοιπόν; Συγγραφική ανεπάρκεια; Προφανώς ναι.

Σκεφτόμαστε ήδη, ότι μιλάμε περισσότερο για κείμενο, που αναζητά αλλά και εμπαίζει την μυθιστορηματική του ιδιότητα, την ίδια στιγμή που εντατικά, επίμονα και ειρωνικά, υπονομεύει τόσο τους τρόπους και τις προθέσεις της, όσο και την νομιμότητά της –τελικά τον ίδιο το σκοπό της ύπαρξης του. Μιλάμε δηλαδή για το είδος εκείνο που προϋποθέτει όλες τις προηγούμενες δομημένες αφηγήσεις, αυτές με το σφιχτοπλεγμένο παραπέτασμα. Που ακριβώς επειδή τις προϋποθέτει και όντας προγραμματικά και όσο του επιβάλλει ο αυτοσεβασμός του ριψοκίνδυνο, δεν έχει παρά να αφηγηθεί την αγωνία. Αλλά και πάλι, ούτε….

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »



ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΣΤΙΑ 1991


Είναι η Ρέα Φραντζή, τριανταδύο χρόνων, μελαχρινή, πολιτική επιστήμων, παντρεμένη, ελαφρά πάντα ντυμένη. Χωρίζει και αναχωρεί για το πρώτο ελληνικό νησί που θα βρει στο δρόμο της και που καθόλου τυχαία είναι η Πάτμος. Δεν εξηγεί πολλά, δεν ξέρει τα γιατί. Ξέρει ότι μέχρι το ’68 κατοικούσε στο κέντρο του γνωστού κόσμου που ήταν η Κυψέλη, υπήρχε η πλατεία, υπήρχε το ραδιόφωνο, υπήρχαν οι ουρές για τις απογευματινές προβολές στο Κυψελάκι και υπήρχε και η επιτακτική ανάγκη να αρέσεις. Υπήρχε η εβδομάδα που έμοιαζε μ’ ένα ανθεκτικό απόγευμα Σαββάτου, υπήρχαν τα καλοκαίρια που ήταν πολύ εύκολο να μπεις στη θάλασσα και πάνω απ’ όλα υπήρχε τότε η μουσική. Τον Αύγουστο του ’68 δύο ιδρωμένοι τύποι εγκατέστησαν μια τηλεόραση στο σαλόνι τους και από τη στιγμή εκείνη ο κόσμος εισέβαλλε στο σπίτι, η Κυψέλη δεν ήταν πια το κέντρο του και έκτοτε είναι δύσκολο να θυμηθεί πως ήταν η ζωή πριν τον Αύγουστο του ’68. Αργότερα, τον Ιούλιο του ’71, αυτή και άλλοι συνομήλικοι έλληνες, αμήχανοι και μελαγχολικοί ταξίδεψαν στον έξω ξανθό κόσμο για να προσηλυτιστούν στην πραγματική ζωή και να πάψουν να ‘ναι ντροπαλοί. Κάποιοι, μαζί και αυτή δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά, επέστρεψαν και συνέχισαν να χαμηλώνουν το βλέμμα. Αλλά πάντως αργότερα το ’85, όταν στην Βενετία ο Γιάννης της έκανε πρόταση μπροστά στον Άγιο Μάρκο, δε γινόταν να μη δεχτεί, έτσι που η στιγμή ήταν σαν βγαλμένη από διαφημιστικό. Η ζωή έγινε επιτέλους διαφημιστικό, έγινε πραγματική, το καταιγιστικό παρόν νίκησε τη μουσική, όλοι τράβηξαν όσο μακρύτερα γινόταν από τον παιδικό τους εαυτό, κανείς δε νοσταλγούσε τα απογεύματα, κανείς δεν είχε χρόνο. Ακόμα μακρύτερα από το κέντρο, στο νησί-απόκεντρο του κόσμου, η Ρέα Φραντζή παρακολουθεί το ξανθό πλήθος που μαυρίζει ομοιόμορφα, που νομίζει ότι υπάρχει ακόμα μουσική και την παίζει δυνατά, που ξέρει να διασκεδάζει, να μη διστάζει, να μην πονά, να φωτογραφίζει τα απογεύματα και να βουτά στη θάλασσα συχνά. Μέσα από τις εικόνες που περνούν από μπροστά της, ψάχνει την εικόνα που είναι βαθιά φυλαγμένη μέσα της από τη ζωή πριν τον Αύγουστο του ’68, ψάχνει τη μια μικρή φράση, όχι για να εξηγηθεί (ας μείνει οριστικά απληροφόρητη, ας δώσει και μια εξήγηση λιγότερη), αλλά να θυμηθεί και να βρει επιτέλους τη στιγμή , την απολύτως σωστή να πέσει στη θάλασσα, γιατί για την ώρα δεν μπορεί. Εν ολίγοις, στο νησί της Αποκάλυψης, η Ρέα Φραντζή, τριανταδύο χρόνων, ελαφρά ντυμένη, περιμένει ένα σημάδι από τον άγνωστο κόσμο που δεν υπήρξε ποτέ, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο του γνωστού κόσμου.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »



ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 1997


Έτος 1799: καθώς ο αιώνας των Φώτων και της Γαλλικής Επανάστασης εκπνέει, οι ευρωπαϊκές μοναρχίες έχουν ήδη καταλάβει ότι η γαλλική «εκτροπή» είναι κολλητική. Ο Βοναπάρτης στο όνομα της Επανάστασης έχει ήδη ολοκληρώσει την Ιταλική Εκστρατεία, θέτοντας υπό τον έλεγχό του την Β. Ιταλία, ενώ τώρα βρίσκεται στην Αίγυπτο. Η Ευρώπη σε αναβρασμό, όχι μόνο στο κατώφλι του μέλλοντός της, αλλά και των συνόρων της: τα παλαιά καθεστώτα τρίζουν καθώς οι επαναστατικές ιδέες ριζώνουν στις συνειδήσεις, ενώ η Εκστρατεία στην Αίγυπτο θα ανακινήσει έναν άλλοτε φαντασιακό, άλλοτε πραγματικό, πάντως γόνιμο διάλογο, αυτόν της Δύσης με την Ανατολή

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »