ΤΖ. ΝΤ.  ΣΑΛΙΝΤΖΕΡ

 

ΨΗΛΗ ΣΗΚΩΣΤΕ ΣΤΕΓΗ, ΞΥΛΟΥΡΓΟΙ

ΣΙΜΟΡ, ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

μτφρ.: ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΚΟΡΤΩ

και

ΕΝΝΕΑ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

μτφρ.: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ

ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

 

H ηχηρή του σιωπή και η απουσία, όχι μόνο από τη σκηνή της αναγνωρισιμότητας και της διασημότητας, αλλά κι από την ίδια τη συγγραφική παλαίστρα, συνιστούν πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της μυθολογίας του.  Τέτοιο, που η απουσία να μετουσιώνεται σε αδιάλειπτη παρουσία στο γραπτό, σε μαύρη τρύπα που ρουφά και εκλύει ενέργεια, αφού δεν γίνεται να μη διαρρηγνύει τις αράδες, ειδικά που υπογραμμίζεται συνεχώς και από την ίδια την υλική υπόσταση του κειμένου -ο απαράβατος για τους εντολοδόχους όρος: καμία εισαγωγή, τίποτα στο αφτί, τίποτα στο εξώφυλλο, ούτε για τον συγγραφέα. Τίποτα. Με όλους τους τρόπους να ειπωθεί ότι τα προϊδεασμένα μυαλά δεν αποτελούν τους ιδανικούς αναγνώστες του παρόντος.

Και σίγουρα… εύκολα ευτελίζει κανείς τα πράγματα που αγαπάει. Συνηθέστερα, ενδίδοντας στον πειρασμό να μιλήσει γι’ αυτά… Η ανθρώπινη φωνή συνωμοτεί προκειμένου να βεβηλώσει οτιδήποτε στον κόσμο, όπως σημειώνει ο Σίμορ Γκλας στο ημερολόγιό του, και ακόμα Θα τους έβαζα να ξεράσουν κάθε μπουκιά από το μήλο που οι γονείς τους και οι άλλοι τους είχαν αναγκάσει να δαγκώσουν, όπως διακηρύσσει ο δεκάχρονος χαρισματικός ή διαταραγμένος Τέντυ της ομώνυμης από τις Εννέα ιστορίες. Όμως αλίμονο, τα προϊδεασμένα μυαλά και αναμασούν το μήλο και -κακά τα ψέματα- είναι εξ’ ορισμού τα πιο ενδοτικά…

Έτσι κι αλλιώς, στην μετά το μήλο κατάσταση τοποθετείται αναγκαστικά και η οποιαδήποτε αφετηρία. Και του συγγραφέα, εξυπακούεται και των αναγνωστών του, αλλά κυρίως των ηρώων του: δεν υπάρχει ούτε ένας απ’ αυτούς που δεν το ‘χει δαγκώσει για τα καλά (πραγματικά πολύ μήλο, λαίμαργες, ζουμερές, χορταστικές μπουκιές), αλλά και κανένας που να μην παλεύει να το ξεράσει, ή τουλάχιστον (αφού παρένθετα και ταπεινά ο Σάλιντζερ καταφάσκει την ταπεινότητα), να μην το κατεβάσει αμάσητο.

 

 

Πρώτη έκδοση του Φύλακα: Little Brown and Company, Boston, 1951

Σαν γνώριμος παλιός λοιπόν, που επανακάμπτει μετά από χρόνια, προκλητικός απέναντι στο βλέμμα που ψάχνει για ρυτίδες ή ψάχνει να μετρήσει τη δική του απόσταση απ’ αυτόν, οι δύο καινούργιες μεταφράσεις των εννέα συν δύο μικρών ή μεγαλύτερων ιστοριών. Μεταφράσεις -που  να το πούμε από τώρα- λαμβάνουν θέση τιμητική στο πάνθεο των ευτυχισμένων, σχεδόν καρμικών συναντήσεων του Σάλιντζερ με τα ελληνικά. Ενώ το βλέμμα, που ψάχνει τις ρυτίδες (σαφώς το υποψιάζεται: κυρίως τις δικές του αφού έχει το ίδιο μεγαλώσει) και νοιάζεται να δει πώς θα διαβάσει τώρα την γραφή που ενδύθηκε την αργκό -σωματική, ψυχική και γλωσσική- της εφηβείας και ταλαντεύτηκε στην οργισμένη και ιλιγγιώδη στιγμή μπρος στο κατώφλι της ενηλικίωσης, προκαλώντας συναισθηματική κυρίως ταύτιση (τότε – το βλέμμα αναπολεί), σταδιακά ανασκουμπώνεται, επαναδιαπραγματεύεται, αλλά πάντως -όσο επιτρέπεται- ησυχάζει: ο χρόνος δεν έχει περάσει και το ίδιο δεν έχει μεγαλώσει ίσως τόσο. Η ιλιγγιώδης στιγμή είναι ακόμα εδώ και πιθανώς να μην σταματήσει να είναι, καθόσον ανάγεται στη σχέση με το μήλο.

Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »